Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰσοικέω
εἰσοίκησις
εἰσοικίζω
εἰσοικοδομέω
εἰσοιστέος
εἰσοιχνέω
εἰσόκε
εἰσοπίσω
εἴσοπτος
εἰσοπτρίς
εἴσοπτρον
εἰσοράω
εἰσορμάω
εἰσορμίζω
ἔϊσος
εἰσότε
εἰσοχή
εἴσοψις
εἰσπαίω
εἰσπέμπω
εἰσπεράω
View word page
εἴσοπτρον
εἴσοπτρον always in the form ἔσ-οπτρον ὄψομαι, fut. of εἰσοράω a mirror, Pind.

ShortDef

a mirror

Debugging

Headword:
εἴσοπτρον
Headword (normalized):
εἴσοπτρον
Headword (normalized/stripped):
εισοπτρον
IDX:
9863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9866
Key:
ei)/soptron

Data

{'content': 'εἴσοπτρον\n always in the form ἔσ-οπτρον\n ὄψομαι, fut. of εἰσοράω\n a mirror, Pind.', 'key': 'ei)/soptron'}