καθυπέρτερος
καθυπέρτερος
καθ-υπέρτερος, α, ον
comp. adj. from καθύπερθε
above: metaph. having the upper hand, superior, κ. γίγνεσθαι Hdt., Thuc., etc.: c. gen., πόλις κ. τῶν ἀντιπάλων Xen.:—neut. καθυπέρτερον as adv., = καθύπερθε, Theocr.