Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθυβρίζω
κάθυδρος
καθυπερακοντίζω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπισχνέομαι
καθυπνόω
καθυποκρίνομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
καθυπέρτερος
καθώς
καιάδας
καὶ γάρ
καὶ δέ
καὶ δή
καὶ εἰ
καἴκα
καικίας
καινίζω
καινοπαθής
View word page
καθυπέρτερος
καθυπέρτερος καθ-υπέρτερος, α, ον comp. adj. from καθύπερθε above: metaph. having the upper hand, superior, κ. γίγνεσθαι Hdt., Thuc., etc.: c. gen., πόλις κ. τῶν ἀντιπάλων Xen.:—neut. καθυπέρτερον as adv., = καθύπερθε, Theocr.

ShortDef

above

Debugging

Headword:
καθυπέρτερος
Headword (normalized):
καθυπέρτερος
Headword (normalized/stripped):
καθυπερτερος
IDX:
16291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16304
Key:
kaqupe/rteros

Data

{'content': 'καθυπέρτερος\n καθ-υπέρτερος, α, ον\n comp. adj. from καθύπερθε\n above: metaph. having the upper hand, superior, κ. γίγνεσθαι Hdt., Thuc., etc.: c. gen., πόλις κ. τῶν ἀντιπάλων Xen.:—neut. καθυπέρτερον as adv., = καθύπερθε, Theocr.', 'key': 'kaqupe/rteros'}