Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
κάθυδρος
καθυπερακοντίζω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπισχνέομαι
καθυπνόω
καθυποκρίνομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
καθυπέρτερος
καθώς
καιάδας
καὶ γάρ
καὶ δέ
καὶ δή
καὶ εἰ
καἴκα
καικίας
View word page
καθυστερέω
καθυστερέω fut. ήσω to come far behind, Plut.: absol. to be behind-hand, Menand.
ShortDef
to come far behind
Debugging
Headword:
καθυστερέω
Headword (normalized):
καθυστερέω
Headword (normalized/stripped):
καθυστερεω
IDX:
16289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16302
Key:
kaqustere/w
Data
{'content': 'καθυστερέω\n fut. ήσω\n to come far behind, Plut.: absol. to be behind-hand, Menand.', 'key': 'kaqustere/w'}