Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθοσιόω
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
κάθυδρος
καθυπερακοντίζω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπισχνέομαι
καθυπνόω
καθυποκρίνομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
καθυπέρτερος
καθώς
καιάδας
καὶ γάρ
καὶ δέ
καὶ δή
καὶ εἰ
καἴκα
View word page
καθυποκρίνομαι
καθυποκρίνομαι fut. -κρινοῦμαι Dep.: to subdue by histrionic arts, Dem. c. inf. to pretend to be some one else, Luc.
ShortDef
to subdue by histrionic arts
Debugging
Headword:
καθυποκρίνομαι
Headword (normalized):
καθυποκρίνομαι
Headword (normalized/stripped):
καθυποκρινομαι
IDX:
16288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16301
Key:
kaqupokri/nomai
Data
{'content': 'καθυποκρίνομαι\n fut. -κρινοῦμαι\n Dep.:\n to subdue by histrionic arts, Dem.\n c. inf. to pretend to be some one else, Luc.', 'key': 'kaqupokri/nomai'}