Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθορμίζω
καθοσιόω
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
κάθυδρος
καθυπερακοντίζω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπισχνέομαι
καθυπνόω
καθυποκρίνομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
καθυπέρτερος
καθώς
καιάδας
καὶ γάρ
καὶ δέ
καὶ δή
καὶ εἰ
View word page
καθυπνόω
καθυπνόω Ionic κατ- fut. ωσω to be fast asleep, fall asleep, Hdt., Xen.:—Pass., perf. part. κατυπνωμένος asleep, Hdt.

ShortDef

to be fast asleep, fall asleep

Debugging

Headword:
καθυπνόω
Headword (normalized):
καθυπνόω
Headword (normalized/stripped):
καθυπνοω
IDX:
16287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16300
Key:
kaqupno/w

Data

{'content': 'καθυπνόω\n Ionic κατ-\n fut. ωσω\n to be fast asleep, fall asleep, Hdt., Xen.:—Pass., perf. part. κατυπνωμένος asleep, Hdt.', 'key': 'kaqupno/w'}