Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθορμάω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
κάθυδρος
καθυπερακοντίζω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπισχνέομαι
καθυπνόω
καθυποκρίνομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
καθυπέρτερος
καθώς
καιάδας
καὶ γάρ
καὶ δέ
καὶ δή
View word page
καθυπισχνέομαι
καθυπισχνέομαι strengthd. for ὑπισχνέομαι, Luc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καθυπισχνέομαι
Headword (normalized):
καθυπισχνέομαι
Headword (normalized/stripped):
καθυπισχνεομαι
IDX:
16286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16299
Key:
kaqupisxne/omai
Data
{'content': 'καθυπισχνέομαι\n strengthd. for ὑπισχνέομαι, Luc.', 'key': 'kaqupisxne/omai'}