Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθοράω
καθορμάω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
κάθυδρος
καθυπερακοντίζω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπισχνέομαι
καθυπνόω
καθυποκρίνομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
καθυπέρτερος
καθώς
καιάδας
καὶ γάρ
καὶ δέ
View word page
καθυπέρτατος
καθυπέρτατος καθυπέρτατος, η, ον sup. adj from καθύπερθε highest, ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς Hdt.

ShortDef

highest

Debugging

Headword:
καθυπέρτατος
Headword (normalized):
καθυπέρτατος
Headword (normalized/stripped):
καθυπερτατος
IDX:
16285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16298
Key:
kaqupe/rtatos

Data

{'content': 'καθυπέρτατος\n καθυπέρτατος, η, ον\n sup. adj from καθύπερθε\n highest, ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς Hdt.', 'key': 'kaqupe/rtatos'}