καθυπέρτατος
καθυπέρτατος
καθυπέρτατος, η, ον
sup. adj from καθύπερθε
highest, ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς Hdt.
{
"content": "καθυπέρτατος\n καθυπέρτατος, η, ον\n sup. adj from καθύπερθε\n highest, ἐν τῇ κατυπερτάτῃ τῆς γῆς Hdt.",
"key": "kaqupe/rtatos"
}