Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθοδηγέω
καθόπλισις
καθοράω
καθορμάω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
κάθυδρος
καθυπερακοντίζω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπισχνέομαι
καθυπνόω
καθυποκρίνομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
καθυπέρτερος
καθώς
καιάδας
View word page
καθυπερακοντίζω
καθυπερακοντίζω fut. σω to overshoot completely, Ar.
ShortDef
to overshoot completely
Debugging
Headword:
καθυπερακοντίζω
Headword (normalized):
καθυπερακοντίζω
Headword (normalized/stripped):
καθυπερακοντιζω
IDX:
16283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16296
Key:
kaquperakonti/zw
Data
{'content': 'καθυπερακοντίζω\n fut. σω\n to overshoot completely, Ar.', 'key': 'kaquperakonti/zw'}