Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καθό
καθοδηγέω
καθόπλισις
καθοράω
καθορμάω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
κάθυδρος
καθυπερακοντίζω
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπισχνέομαι
καθυπνόω
καθυποκρίνομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
καθυπέρτερος
καθώς
View word page
κάθυδρος
κάθυδρος κάθ-ῠδρος, ον ὕδωρ full of water, κάθυδρος κρατήρ, poet. for water itself, Soph.
ShortDef
full of water
Debugging
Headword:
κάθυδρος
Headword (normalized):
κάθυδρος
Headword (normalized/stripped):
καθυδρος
IDX:
16282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16295
Key:
ka/qudros
Data
{'content': 'κάθυδρος\n κάθ-ῠδρος, ον\n ὕδωρ\n full of water, κάθυδρος κρατήρ, poet. for water itself, Soph.', 'key': 'ka/qudros'}