Λειβηθριάς
Λειβηθριάς, άδος, ἡ,
of Libethrum: τῶν Λειβηθριάδων νυμφῶν, Str. 10.3.17, καὶ πηγαὶ – τὴν μὲν Λειβηθριάδα ὀνομάζουσιν, Paus. 9.34.3; epith. of the Muses, κούρη Λειβηθριάς, Orph. Fr. 342. Also Λειβηθρίς, Str. 9.2.25.