ὕστερος ART
Count: 2
ShortDef
latter, last
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon (ὕστερος)
LSJ (ὕστερος)
Anabasis Mather (ὕστερος)
Slater Pindar (ὕστερος)
Cunliffe (Lex Entries) (ὕστερος)
Lexicon Thucydideum (ὕστερος)
Middle Liddell (ὕστερος)
Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)
ὕστερος
(ADJ)
10,815
ὕστερος
(ADV)
2,054
ὕστερος
(NOUN)
212
υστερος
(ADJ)
13
υστερος
(NOUN)
4
ὑστερος
(ADJ)
2
ὑστερός
(ADJ)
2
ὕστερος
(PRONOUN)
3
̔́ύστερος
(ADJ)
1
ὕστερος
(VERB)
8
ὔστερος
(ADJ)
1
ύστερος
(ADJ)
1
ὕστερος
(PREP)
1
ὑστερος
(ADV)
1
ὑστερος
(NOUN)
1