Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστράτηγος
ὑποστρατοφύλαξ
ὑποστρεπτέον
ὑποστρέφω
ὑποστροβέω
ὑποστρόγγυλος
ὑποστροφάς
ὑποστροφή
ὑπόστροφος
ὑποστροφώδης
ὑπόστρυφνος
ὑπόστρωμα
ὑποστρώμνιος
ὑπόστρωσις
ὑποστρωτέον
ὑποστύλιον
ὑποστυλισμός
ὑποστυλόομαι
ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
ὑποστύφω
View word page
ὑπόστρυφνος
somewhat astringent

ShortDef

somewhat astringent

Debugging

Headword:
ὑπόστρυφνος
Headword (normalized):
ὑπόστρυφνος
Headword (normalized/stripped):
υποστρυφνος
IDX:
92565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92566
Key:

Data

{'content': 'somewhat astringent'}