Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστρατηγέω
ὑποστράτηγος
ὑποστρατοφύλαξ
ὑποστρεπτέον
ὑποστρέφω
ὑποστροβέω
ὑποστρόγγυλος
ὑποστροφάς
ὑποστροφή
ὑπόστροφος
ὑποστροφώδης
ὑπόστρυφνος
ὑπόστρωμα
ὑποστρώμνιος
ὑπόστρωσις
ὑποστρωτέον
ὑποστύλιον
ὑποστυλισμός
ὑποστυλόομαι
ὑπόστυλος
ὑποστύλωμα
View word page
ὑποστροφώδης
causing a relapse

ShortDef

causing a relapse

Debugging

Headword:
ὑποστροφώδης
Headword (normalized):
ὑποστροφώδης
Headword (normalized/stripped):
υποστροφωδης
IDX:
92564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92565
Key:

Data

{'content': 'causing a relapse'}