Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
ὑπόστραβος
ὑποστρατεύομαι
ὑποστρατεύω
ὑποστρατηγέω
ὑποστράτηγος
ὑποστρατοφύλαξ
ὑποστρεπτέον
ὑποστρέφω
ὑποστροβέω
ὑποστρόγγυλος
ὑποστροφάς
ὑποστροφή
ὑπόστροφος
ὑποστροφώδης
ὑπόστρυφνος
ὑπόστρωμα
ὑποστρώμνιος
ὑπόστρωσις
ὑποστρωτέον
View word page
ὑποστροβέω
to agitate inwardly

ShortDef

to agitate inwardly

Debugging

Headword:
ὑποστροβέω
Headword (normalized):
ὑποστροβέω
Headword (normalized/stripped):
υποστροβεω
IDX:
92559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92560
Key:

Data

{'content': 'to agitate inwardly'}