Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
ὑπόστραβος
ὑποστρατεύομαι
ὑποστρατεύω
ὑποστρατηγέω
ὑποστράτηγος
ὑποστρατοφύλαξ
ὑποστρεπτέον
ὑποστρέφω
ὑποστροβέω
ὑποστρόγγυλος
ὑποστροφάς
ὑποστροφή
ὑπόστροφος
ὑποστροφώδης
ὑπόστρυφνος
ὑπόστρωμα
ὑποστρώμνιος
ὑπόστρωσις
View word page
ὑποστρέφω
to turn round about, turn back
ShortDef
to turn round about, turn back
Debugging
Headword:
ὑποστρέφω
Headword (normalized):
ὑποστρέφω
Headword (normalized/stripped):
υποστρεφω
IDX:
92558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92559
Key:
Data
{'content': 'to turn round about, turn back'}