Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστολικός
ὑποστόμια
ὑποστορέννυμι
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
ὑπόστραβος
ὑποστρατεύομαι
ὑποστρατεύω
ὑποστρατηγέω
ὑποστράτηγος
ὑποστρατοφύλαξ
ὑποστρεπτέον
ὑποστρέφω
ὑποστροβέω
ὑποστρόγγυλος
ὑποστροφάς
ὑποστροφή
ὑπόστροφος
ὑποστροφώδης
ὑπόστρυφνος
View word page
ὑποστράτηγος
a lieutenant-general

ShortDef

a lieutenant-general

Debugging

Headword:
ὑποστράτηγος
Headword (normalized):
ὑποστράτηγος
Headword (normalized/stripped):
υποστρατηγος
IDX:
92555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92556
Key:

Data

{'content': 'a lieutenant-general'}