Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑποστόμια
ὑποστορέννυμι
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
ὑπόστραβος
ὑποστρατεύομαι
ὑποστρατεύω
ὑποστρατηγέω
ὑποστράτηγος
ὑποστρατοφύλαξ
ὑποστρεπτέον
ὑποστρέφω
ὑποστροβέω
ὑποστρόγγυλος
View word page
ὑποστραβαινίζω
have a slight squint

ShortDef

have a slight squint

Debugging

Headword:
ὑποστραβαινίζω
Headword (normalized):
ὑποστραβαινίζω
Headword (normalized/stripped):
υποστραβαινιζω
IDX:
92550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92551
Key:

Data

{'content': 'have a slight squint'}