Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποστικτέον
ὑποστίλβω
ὑποστιμμίζω
ὑπόστιφρος
ὑποστολή
ὑποστολίζω
ὑποστολικός
ὑποστόμια
ὑποστορέννυμι
ὑποστόρνυμι
ὑποστοχάζομαι
ὑποστραβαινίζω
ὑπόστραβος
ὑποστρατεύομαι
ὑποστρατεύω
ὑποστρατηγέω
ὑποστράτηγος
ὑποστρατοφύλαξ
ὑποστρεπτέον
ὑποστρέφω
ὑποστροβέω
View word page
ὑποστοχάζομαι
have a fundamental aim

ShortDef

have a fundamental aim

Debugging

Headword:
ὑποστοχάζομαι
Headword (normalized):
ὑποστοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποστοχαζομαι
IDX:
92549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92550
Key:

Data

{'content': 'have a fundamental aim'}