Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποπροχέω
ὑποπρύτανις
ὑποπτάζομαι
ὑποπτάω
ὑποπτερίδιος
ὑποπτερνίς
ὑπόπτερος
ὑπόπτευμα
ὑποπτευτέον
ὑποπτευτής
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὑπόπτιλλος
ὑποπτίσσω
ὕποπτος
ὑποπτύσσω
ὑποπτυχίς
ὑπόπτωσις
ὑποπτώσσω
ὑποπτωτικός
View word page
ὑποπτεύω
to be suspicious

ShortDef

to be suspicious

Debugging

Headword:
ὑποπτεύω
Headword (normalized):
ὑποπτεύω
Headword (normalized/stripped):
υποπτευω
IDX:
92340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92341
Key:

Data

{'content': 'to be suspicious'}