Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πληγενής
πληγή
πλῆγμα
πληγμός
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθόχορος
πληθόχωρος
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
View word page
πλῆθος
a great number, a throng, crowd, multitude
ShortDef
a great number, a throng, crowd, multitude
Debugging
Headword:
πλῆθος
Headword (normalized):
πλῆθος
Headword (normalized/stripped):
πληθος
IDX:
70568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70569
Key:
Data
{'content': 'a great number, a throng, crowd, multitude'}