Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑκατέρωθι
ἑκατέρως
ἑκατέρωσε
Ἑκάτη
ἑκάτη
ἑκατηβόλος
Ἑκατήσιον
Ἑκατικός
ἑκατόγγυιος
ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατογκέφαλος
ἑκατόγκρανος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβα
ἑκατόμβαιος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβιος
ἑκατόμβοιος
View word page
ἑκατογκεφάλας
hundred-headed

ShortDef

hundred-headed

Debugging

Headword:
ἑκατογκεφάλας
Headword (normalized):
ἑκατογκεφάλας
Headword (normalized/stripped):
εκατογκεφαλας
IDX:
26842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26843
Key:

Data

{'content': 'hundred-headed'}