Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἑκατεράκις
ἑκάτερθε
ἑκάτερος
ἑκατέρωθεν
ἑκατέρωθι
ἑκατέρωσε
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
Ἑκάτη
ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
Ἑκατομβαιών
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπους
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
View word page
ἑκατογκεφάλας
ἑκατογκεφάλας κεφαλή hundred-headed, Pind.: so ἑκατογ-κέφαλος, ον, Eur., Ar.

ShortDef

hundred-headed

Debugging

Headword:
ἑκατογκεφάλας
Headword (normalized):
ἑκατογκεφάλας
Headword (normalized/stripped):
εκατογκεφαλας
IDX:
9927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9930
Key:
e(katogkefa/las

Data

{'content': 'ἑκατογκεφάλας\n κεφαλή\n hundred-headed, Pind.: so ἑκατογ-κέφαλος, ον, Eur., Ar.', 'key': 'e(katogkefa/las'}