Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

εἰσπεράω
εἰσπέτομαι
εἰσπηδάω
εἰσπίπτω
εἰσπλέω
εἴσπλοος
εἰσπνέω
εἰσπνήλας
εἰσποιέω
εἷς
εἰσποιητός
εἰσπορεύω
εἴσπραξις
εἰσπράσσω
εἰσρέω
εἰστίθημι
εἰστοξεύω
εἰστρέχω
εἰσφέρω
εἰσφοιτάω
εἰς
View word page
εἰσποιητός
εἰσποιητός εἰσποιητός, ή, όν adopted, Dem.

ShortDef

adopted

Debugging

Headword:
εἰσποιητός
Headword (normalized):
εἰσποιητός
Headword (normalized/stripped):
εισποιητος
IDX:
9883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9886
Key:
ei)spoihto/s

Data

{'content': 'εἰσποιητός\n εἰσποιητός, ή, όν\n adopted, Dem.', 'key': 'ei)spoihto/s'}