Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
εἴνατος
εἰνοσίφυλλος
εἷος
εἴπερ
εἶπον
εἴποτε
εἴπου
εἰ
εἱργμός
εἰργμοφύλαξ
εἵργνυμι
εἴρερος
εἰρεσία
εἰρεσιώνη
εἰρηναῖος
εἰρηνεύω
εἰρήνη
εἰρηνικός
εἰρηνοποιός
εἰρηνοφύλαξ
εἴρην
View word page
εἵργνυμι
εἵργνυμι = εἴργω, ἔργω, to shut in or up, Epic imperf. ἐέργνυν, Od.
ShortDef
to shut in
Debugging
Headword:
εἵργνυμι
Headword (normalized):
εἵργνυμι
Headword (normalized/stripped):
ειργνυμι
IDX:
9735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9738
Key:
ei(/rgnumi
Data
{'content': 'εἵργνυμι\n = εἴργω, ἔργω,\n to shut in or up, Epic imperf. ἐέργνυν, Od.', 'key': 'ei(/rgnumi'}