Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
τᾶν
Ταντάλειος
Τανταλίδης
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
τανύπλεκτος
τανύπλευρος
τανύπους
τανύπτερος
View word page
τανυήκης
τανυήκης τᾰνυ-ήκης, ες τανύω, ἀκή like ταναήκης, with long point or edge, Hom. tapering, Il.
ShortDef
with long point
Debugging
Headword:
τανυήκης
Headword (normalized):
τανυήκης
Headword (normalized/stripped):
τανυηκης
IDX:
32092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32129
Key:
tanuh/khs
Data
{'content': 'τανυήκης\n τᾰνυ-ήκης, ες\n τανύω, ἀκή\n like ταναήκης, with long point or edge, Hom.\n tapering, Il.', 'key': 'tanuh/khs'}