Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταναύπους
ταναῶπις
τανηλεγής
Τάνις
τᾶν
Ταντάλειος
Τανταλίδης
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
τανῦν
τανύπεπλος
View word page
τανύγλωσσος
τανύγλωσσος τᾰνύ-γλωσσος, ον, τανύω, γλῶσσα long-tongued, chattering, Od.

ShortDef

long-tongued, chattering

Debugging

Headword:
τανύγλωσσος
Headword (normalized):
τανύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
τανυγλωσσος
IDX:
32088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32125
Key:
tanu/glwssos

Data

{'content': 'τανύγλωσσος\n τᾰνύ-γλωσσος, ον,\n τανύω, γλῶσσα\n long-tongued, chattering, Od.', 'key': 'tanu/glwssos'}