τανύγλωσσος
τανύγλωσσος
τᾰνύ-γλωσσος, ον,
τανύω, γλῶσσα
long-tongued, chattering, Od.
{
"content": "τανύγλωσσος\n τᾰνύ-γλωσσος, ον,\n τανύω, γλῶσσα\n long-tongued, chattering, Od.",
"key": "tanu/glwssos"
}