Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναῶπις
τανηλεγής
Τάνις
τᾶν
Ταντάλειος
Τανταλίδης
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
τανυμήκης
View word page
τανταλόομαι
τανταλόομαι ταντᾰλόομαι, for ταλαντόομαι τάλαντον Pass. to be balanced or swung, ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθείς fell with a swing upon earth, Soph.

ShortDef

to be balanced

Debugging

Headword:
τανταλόομαι
Headword (normalized):
τανταλόομαι
Headword (normalized/stripped):
τανταλοομαι
IDX:
32086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32123
Key:
tantalo/omai

Data

{'content': 'τανταλόομαι\n ταντᾰλόομαι,\n for ταλαντόομαι\n τάλαντον\n Pass. to be balanced or swung, ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθείς fell with a swing upon earth, Soph.', 'key': 'tantalo/omai'}