Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταναίμυκος
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναῶπις
τανηλεγής
Τάνις
τᾶν
Ταντάλειος
Τανταλίδης
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
τανύδρομος
τανυέθειρα
τανυήκης
τανυῆλιξ
τανύθριξ
τάνυμαι
View word page
Τανταλίς
Τανταλίς Τανταλίς, ίδος, daughter of Tantalus, i. e. Niobe, Anth. From *τλάω, prob. in relation to his long endurance of torment.
ShortDef
daughter of Tantalus
Debugging
Headword:
Τανταλίς
Headword (normalized):
τανταλίς
Headword (normalized/stripped):
τανταλις
IDX:
32085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32122
Key:
*tantali/s
Data
{'content': 'Τανταλίς\n Τανταλίς, ίδος,\n daughter of Tantalus, i. e. Niobe, Anth.\n From *τλάω, prob. in relation to his long endurance of torment.', 'key': '*tantali/s'}