Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Τάναγρα
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναίμυκος
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναῶπις
τανηλεγής
Τάνις
τᾶν
Ταντάλειος
Τανταλίδης
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανύγλωσσος
τανυγλώχις
View word page
ταναῶπις
ταναῶπις τᾰνα-ῶπις, ιδος, ἡ, ὤψ far-sighted, Emped.

ShortDef

far-sighted

Debugging

Headword:
ταναῶπις
Headword (normalized):
ταναῶπις
Headword (normalized/stripped):
ταναωπις
IDX:
32079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32116
Key:
tanaw=pis

Data

{'content': 'ταναῶπις\n τᾰνα-ῶπις, ιδος, ἡ,\n ὤψ\n far-sighted, Emped.', 'key': 'tanaw=pis'}