Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταμιεύω
τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Τάναγρα
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναίμυκος
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναῶπις
τανηλεγής
Τάνις
τᾶν
Ταντάλειος
Τανταλίδης
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
τανύγλωσσος
View word page
ταναύπους
ταναύπους τᾰναύ-πους, i. e. τανάϝπους old Epic form for τανύπους stretching the feet, long-striding, longshanked, Hhymn., Od.

ShortDef

stretching the feet, long-striding, longshanked

Debugging

Headword:
ταναύπους
Headword (normalized):
ταναύπους
Headword (normalized/stripped):
ταναυπους
IDX:
32078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32115
Key:
tanau/pous

Data

{'content': 'ταναύπους\n τᾰναύ-πους,\n \n i. e. τανάϝπους\n old Epic form for τανύπους\n stretching the feet, long-striding, longshanked, Hhymn., Od.', 'key': 'tanau/pous'}