Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ταμιευτικός
ταμιεύω
τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Τάναγρα
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναίμυκος
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναῶπις
τανηλεγής
Τάνις
τᾶν
Ταντάλειος
Τανταλίδης
Τανταλίς
τανταλόομαι
Τάνταλος
View word page
ταναός
ταναός τᾰναός, ή, όν τείνω stretched, outstretched, tall, long, taper, Il.; πλόκαμος τ. long flowing locks, Eur.; τ. αἰθήρ outspread ether, Eur.; τ. γῆρας long old age, Anth.
ShortDef
stretched, outstretched, tall, long, taper
Debugging
Headword:
ταναός
Headword (normalized):
ταναός
Headword (normalized/stripped):
ταναος
IDX:
32077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32114
Key:
tanao/s
Data
{'content': 'ταναός\n τᾰναός, ή, όν\n τείνω\n stretched, outstretched, tall, long, taper, Il.; πλόκαμος τ. long flowing locks, Eur.; τ. αἰθήρ outspread ether, Eur.; τ. γῆρας long old age, Anth.', 'key': 'tanao/s'}