Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταμίευμα
ταμιευτικός
ταμιεύω
τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Τάναγρα
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναίμυκος
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναῶπις
τανηλεγής
Τάνις
τᾶν
Ταντάλειος
Τανταλίδης
Τανταλίς
τανταλόομαι
View word page
ταναόδειρος
ταναόδειρος τᾰναό-δειρος, ον, δείρη long-necked, Ar.

ShortDef

long-necked

Debugging

Headword:
ταναόδειρος
Headword (normalized):
ταναόδειρος
Headword (normalized/stripped):
ταναοδειρος
IDX:
32076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32113
Key:
tanao/deiros

Data

{'content': 'ταναόδειρος\n τᾰναό-δειρος, ον,\n δείρη\n long-necked, Ar.', 'key': 'tanao/deiros'}