Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμιευτικός
ταμιεύω
τάμισος
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Τάναγρα
Ταναγρικός
ταναήκης
ταναίμυκος
ταναόδειρος
ταναός
ταναύπους
ταναῶπις
τανηλεγής
Τάνις
τᾶν
Ταντάλειος
Τανταλίδης
View word page
ταναήκης
ταναήκης τᾰνα-ήκης, ες ἀκή with long point or edge, Il.

ShortDef

with long point

Debugging

Headword:
ταναήκης
Headword (normalized):
ταναήκης
Headword (normalized/stripped):
ταναηκης
IDX:
32074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32111
Key:
tanah/khs

Data

{'content': 'ταναήκης\n τᾰνα-ήκης, ες\n ἀκή\n with long point or edge, Il.', 'key': 'tanah/khs'}