Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πλήσμιος
πλησμονή
πλήσσω
πλινθεύω
πλινθηδόν
πλίνθινος
πλινθίον
πλινθίς
πλινθόομαι
πλινθοποιέω
πλίνθος
πλινθουργέω
πλινθουργός
πλινθοφορέω
πλινθοφόρος
πλινθυφής
πλίσσομαι
πλοητόκος
πλοιάριον
πλοῖον
πλοκαμίς
View word page
πλίνθος
πλίνθος .πλίνθος, ἡ, a brick, Hdt., Ar., etc.; πλίνθους ἑλκύσαι, εἰρύσαι, Lat. ducere lateres, to make bricks, Hdt.; ὀπτᾶν to bake them, Hdt.

ShortDef

a brick

Debugging

Headword:
πλίνθος
Headword (normalized):
πλίνθος
Headword (normalized/stripped):
πλινθος
IDX:
26417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26449
Key:
pli/nqos

Data

{'content': 'πλίνθος\n .πλίνθος, ἡ,\n a brick, Hdt., Ar., etc.; πλίνθους ἑλκύσαι, εἰρύσαι, Lat. ducere lateres, to make bricks, Hdt.; ὀπτᾶν to bake them, Hdt.', 'key': 'pli/nqos'}