Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὁμηρίδαι
Ὁμηρικός
Ὅμηρος
ὅμηρος
ο
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμιληδόν
ὁμίλημα
ὁμιλητέος
ὁμιλητής
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμοβώμιος
View word page
ὁμιλητής
ὁμιλητής ὁμῑλητής, οῦ, ὁ, ὁμιλέω a disciple, scholar, Xen.

ShortDef

a disciple, scholar

Debugging

Headword:
ὁμιλητής
Headword (normalized):
ὁμιλητής
Headword (normalized/stripped):
ομιλητης
IDX:
23116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23139
Key:
o(milhth/s

Data

{'content': 'ὁμιλητής\n ὁμῑλητής, οῦ, ὁ,\n ὁμιλέω\n a disciple, scholar, Xen.', 'key': 'o(milhth/s'}