Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμηρέω
Ὁμηρίδαι
Ὁμηρικός
Ὅμηρος
ὅμηρος
ο
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμιληδόν
ὁμίλημα
ὁμιλητέος
ὁμιλητής
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
ὄμνυμι
View word page
ὁμιλητέος
ὁμιλητέος ὁμῑλητέος, ον, verb. adj. of ὁμιλέω, Arist.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁμιλητέος
Headword (normalized):
ὁμιλητέος
Headword (normalized/stripped):
ομιλητεος
IDX:
23115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23138
Key:
o(milhte/os
Data
{'content': 'ὁμιλητέος\n ὁμῑλητέος, ον,\n verb. adj. of ὁμιλέω, Arist.', 'key': 'o(milhte/os'}