Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμηρεύω
ὁμηρέω
Ὁμηρίδαι
Ὁμηρικός
Ὅμηρος
ὅμηρος
ο
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμιληδόν
ὁμίλημα
ὁμιλητέος
ὁμιλητής
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
ὀμματόω
View word page
ὁμίλημα
ὁμίλημα ὁμί_λημα, ατος, τό, ὁμιλέω intercourse, Plat.
ShortDef
intercourse
Debugging
Headword:
ὁμίλημα
Headword (normalized):
ὁμίλημα
Headword (normalized/stripped):
ομιλημα
IDX:
23114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23137
Key:
o(mi/lhma
Data
{'content': 'ὁμίλημα\n ὁμί_λημα, ατος, τό,\n ὁμιλέω\n intercourse, Plat.', 'key': 'o(mi/lhma'}