Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
ὁμηρέω
Ὁμηρίδαι
Ὁμηρικός
Ὅμηρος
ὅμηρος
ο
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμιληδόν
ὁμίλημα
ὁμιλητέος
ὁμιλητής
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχέω
ὀμίχλη
ὄμμα
ὀμματοστερής
View word page
ὁμιληδόν
ὁμιληδόν = ὁμιλαδόν, Hes.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁμιληδόν
Headword (normalized):
ὁμιληδόν
Headword (normalized/stripped):
ομιληδον
IDX:
23113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23136
Key:
o(milhdo/n
Data
{'content': 'ὁμιληδόν\n = ὁμιλαδόν, Hes.', 'key': 'o(milhdo/n'}