Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμήγυρις
ὁμηλικία
ὁμῆλιξ
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
ὁμηρέω
Ὁμηρίδαι
Ὁμηρικός
Ὅμηρος
ὅμηρος
ο
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμιληδόν
ὁμίλημα
ὁμιλητέος
ὁμιλητής
ὁμιλητός
View word page
Ὁμηρικός
Ὁμηρικός Ὁμηρικός, ή, όν Homeric, in Homeric manner, Plat.

ShortDef

Homeric, in Homeric manner

Debugging

Headword:
Ὁμηρικός
Headword (normalized):
ὁμηρικός
Headword (normalized/stripped):
ομηρικος
IDX:
23107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23130
Key:
*(omhriko/s

Data

{'content': 'Ὁμηρικός\n Ὁμηρικός, ή, όν\n Homeric, in Homeric manner, Plat.', 'key': '*(omhriko/s'}