Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὁμέψιος
ὁμηγερής
ὁμηγυρής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικία
ὁμῆλιξ
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
ὁμηρέω
Ὁμηρίδαι
Ὁμηρικός
Ὅμηρος
ὅμηρος
ο
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμιληδόν
View word page
ὁμήρευμα
ὁμήρευμα ὁμήρευμα, ατος, τό, a hostage, pledge, Plut. from ὁμηρεύω

ShortDef

a hostage, pledge

Debugging

Headword:
ὁμήρευμα
Headword (normalized):
ὁμήρευμα
Headword (normalized/stripped):
ομηρευμα
IDX:
23103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23126
Key:
o(mh/reuma

Data

{'content': 'ὁμήρευμα\n ὁμήρευμα, ατος, τό,\n a hostage, pledge, Plut.\n from ὁμηρεύω', 'key': 'o(mh/reuma'}