Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀμβροφόρος
ὁμείρομαι
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγερής
ὁμηγυρής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικία
ὁμῆλιξ
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
ὁμηρέω
Ὁμηρίδαι
Ὁμηρικός
Ὅμηρος
ὅμηρος
ο
View word page
ὁμηρεία
ὁμηρεία ὁμηρεία, ἡ, ὁμηρεύω a giving of hostages or securities a security, Lat. vadimonium, Thuc.

ShortDef

a giving of hostages

Debugging

Headword:
ὁμηρεία
Headword (normalized):
ὁμηρεία
Headword (normalized/stripped):
ομηρεια
IDX:
23100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23123
Key:
o(mhrei/a

Data

{'content': 'ὁμηρεία\n ὁμηρεία, ἡ,\n ὁμηρεύω\n a giving of hostages or securities a security, Lat. vadimonium, Thuc.', 'key': 'o(mhrei/a'}