Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαχνήεις
λάχνη
λαχνόγυιος
λαχνόομαι
λάχνος
λαχνώδης
λάχος
λάω
λάω
λαώδης
λέαινα
λεαίνω
λεάντειρα
λέβης
λεγεών
λέγω
λέχομαι
λεηλασία
λεηλατέω
λειαίνω
λεία
View word page
λέαινα
λέαινα λέαινα, ἡ, fem. of λέων a lioness, Hdt., Aesch.

ShortDef

a lioness

Debugging

Headword:
λέαινα
Headword (normalized):
λέαινα
Headword (normalized/stripped):
λεαινα
IDX:
19360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19379
Key:
le/aina

Data

{'content': 'λέαινα\n λέαινα, ἡ,\n fem. of λέων\n a lioness, Hdt., Aesch.', 'key': 'le/aina'}