Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαχανισμός
λάχανον
λαχανόπτερος
λαχανοπώλης
λάχεια
Λάχεσις
λαχή
λαχναῖος
λαχνήεις
λάχνη
λαχνόγυιος
λαχνόομαι
λάχνος
λαχνώδης
λάχος
λάω
λάω
λαώδης
λέαινα
λεαίνω
λεάντειρα
View word page
λαχνόγυιος
λαχνόγυιος λαχνό-γυιος, ον γυῖον with shaggy limbs, Eur.

ShortDef

with shaggy limbs

Debugging

Headword:
λαχνόγυιος
Headword (normalized):
λαχνόγυιος
Headword (normalized/stripped):
λαχνογυιος
IDX:
19352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19371
Key:
laxno/guios

Data

{'content': 'λαχνόγυιος\n λαχνό-γυιος, ον\n γυῖον\n with shaggy limbs, Eur.', 'key': 'laxno/guios'}