λαχνήεις
λαχνήεις
from λάχνη
λαχνήεις, Doric -άεις, εσσα, εν
hairy, shaggy, Il., Pind.
{
"content": "λαχνήεις\n from λάχνη\n λαχνήεις, Doric -άεις, εσσα, εν\n hairy, shaggy, Il., Pind.",
"key": "laxnh/eis"
}