Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανηλόγος
λαχανισμός
λάχανον
λαχανόπτερος
λαχανοπώλης
λάχεια
Λάχεσις
λαχή
λαχναῖος
λαχνήεις
λάχνη
λαχνόγυιος
λαχνόομαι
λάχνος
λαχνώδης
λάχος
View word page
λάχεια
λάχεια λαχαίνω fem. adj. well-tilled, fertile, Od.:—others read ἐλάχεια, from ἐλαχύς, small. from ἐλαχύς
ShortDef
well-tilled, fertile
Debugging
Headword:
λάχεια
Headword (normalized):
λάχεια
Headword (normalized/stripped):
λαχεια
IDX:
19346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19365
Key:
la/xeia
Data
{'content': 'λάχεια\n λαχαίνω\n fem. adj. well-tilled, fertile, Od.:—others read ἐλάχεια, from ἐλαχύς, small.\n from ἐλαχύς', 'key': 'la/xeia'}