Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λάφυρα
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανηλόγος
λαχανισμός
λάχανον
λαχανόπτερος
λαχανοπώλης
λάχεια
Λάχεσις
λαχή
λαχναῖος
λαχνήεις
λάχνη
λαχνόγυιος
λαχνόομαι
λάχνος
λαχνώδης
View word page
λαχανοπώλης
λαχανοπώλης λᾰχᾰνο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω one who sells vegetables, a green-grocer; fem. λαχανόπωλις, ιδος, Ar.

ShortDef

one who sells vegetables, a green-grocer

Debugging

Headword:
λαχανοπώλης
Headword (normalized):
λαχανοπώλης
Headword (normalized/stripped):
λαχανοπωλης
IDX:
19345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19364
Key:
laxanopw/lhs

Data

{'content': 'λαχανοπώλης\n λᾰχᾰνο-πώλης, ου, ὁ,\n πωλέω\n one who sells vegetables, a green-grocer; fem. λαχανόπωλις, ιδος, Ar.', 'key': 'laxanopw/lhs'}