Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαύρα
Λαύρειον
Λαυριωτικός
λαφυγμός
λάφυρα
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανηλόγος
λαχανισμός
λάχανον
λαχανόπτερος
λαχανοπώλης
λάχεια
Λάχεσις
λαχή
λαχναῖος
λαχνήεις
λάχνη
View word page
λαχανηλόγος
λαχανηλόγος λᾰχᾰνη-λόγος, ον λέγω gathering vegetables, Anth.

ShortDef

gathering vegetables

Debugging

Headword:
λαχανηλόγος
Headword (normalized):
λαχανηλόγος
Headword (normalized/stripped):
λαχανηλογος
IDX:
19341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19360
Key:
laxanhlo/gos

Data

{'content': 'λαχανηλόγος\n λᾰχᾰνη-λόγος, ον\n λέγω\n gathering vegetables, Anth.', 'key': 'laxanhlo/gos'}