Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαυκανίη
λαύρα
Λαύρειον
Λαυριωτικός
λαφυγμός
λάφυρα
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανηλόγος
λαχανισμός
λάχανον
λαχανόπτερος
λαχανοπώλης
λάχεια
Λάχεσις
λαχή
λαχναῖος
λαχνήεις
View word page
λαχαίνω
λαχαίνω from Root !λαχαν to dig, Mosch.
ShortDef
to dig
Debugging
Headword:
λαχαίνω
Headword (normalized):
λαχαίνω
Headword (normalized/stripped):
λαχαινω
IDX:
19340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19359
Key:
laxai/nw
Data
{'content': 'λαχαίνω\n from Root !λαχαν\n to dig, Mosch.', 'key': 'laxai/nw'}