Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καθιππεύω
καθιστάνω
καθιστάω
καθίστημι
κάθοδος
καθόλου
καθομιλέω
καθομολογέω
καθοπλίζω
καθό
καθοδηγέω
καθόπλισις
καθοράω
καθορμάω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθόσον
καθότι
καθυβρίζω
κάθυδρος
καθυπερακοντίζω
View word page
καθοδηγέω
καθοδηγέω fut. ήσω to guide, Plut.

ShortDef

to guide

Debugging

Headword:
καθοδηγέω
Headword (normalized):
καθοδηγέω
Headword (normalized/stripped):
καθοδηγεω
IDX:
16273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16286
Key:
kaqodhge/w

Data

{'content': 'καθοδηγέω\n fut. ήσω\n to guide, Plut.', 'key': 'kaqodhge/w'}