Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑσταότως
ἔστε
ἑστίαμα
Ἑστία
ἑστία
ἑστίασις
Ἑστιάς
ἑστιάτωρ
ἑστιάω
ἑστιόομαι
ἑστιοῦχος
ἕστωρ
ἐσφαλμένως
ἐσχάρα
ἐσχαρεών
ἐσχάριος
ἐσχαρίς
ἐσχατάω
ἐσχατιά
ἐσχάτιος
ἐσχατόεις
View word page
ἑστιοῦχος
ἑστιοῦχος ἑστι-οῦχος, ον ἔχω guarding the house, a guardian, Eur. having an altar or hearth, Trag.
ShortDef
guarding the house, a guardian
Debugging
Headword:
ἑστιοῦχος
Headword (normalized):
ἑστιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
εστιουχος
IDX:
13318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n13324
Key:
e(stiou=xos
Data
{'content': 'ἑστιοῦχος\n ἑστι-οῦχος, ον\n ἔχω\n guarding the house, a guardian, Eur.\n having an altar or hearth, Trag.', 'key': 'e(stiou=xos'}